- μόρτης
- οθηλ. -ισσα (λ. ιταλ.), αλήτης, μάγκας, κατεργάρης: Την παρέσυρε ένας μόρτης και άφησε τον άντρα της.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
μόρτης — ο, θηλ. ισσα, ουδ. ικο και άκι 1. παιδί τού δρόμου, αλήτης, αλάνι, μάγκας, χαμίνι 2. (γενικά) άνθρωπος τιποτένιος 3. βωμολόχος. [ΕΤΥΜΟΛ. Από συγκοπή του ιταλ. beccamorti «τυμβωρύχος»] … Dictionary of Greek
мортус — обслуживающий чумных больных . Возм., из лат. mortuus, (Бодуэн де Куртенэ у Даля II, 911). Произведение из нов. греч. μόρτης могильщик (Мi. ЕW 202; Маценауэр. LF 10, 333) сомнительно, потому что нов. греч. слово засвидетельствовано только на… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
-αρία — παραγωγική κατάλ. θηλ. ουσιαστικών της Νέας Ελληνικής, η οποία αποσπάστηκε από αφηρημένα ουσιαστικά σε ία, παράγωγα ονομάτων ουσιαστικών ή επιθέτων σε αρος πρβλ. αδέκαρος αδεκαρία, απένταρος απενταρία, φαντάρος φανταρία. Στη συνέχεια η κατάλ.… … Dictionary of Greek
αλάνης — ισσα, ικο 1. άνθρωπος που περνά τη μέρα του στους δρόμους, αλήτης 2. αυτός που δεν έχει καλή ανατροφή, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι. ΣΥΝΘ. νεοελλ. αλανοπερίστερο] … Dictionary of Greek
αλανιάρης — α και –ισσα, ικο 1. ο άνθρωπος που περνά την ημέρα του στους δρόμους, αλάνης, αλήτης 2. ανάγωγος, ανήθικος, χυδαίος, μόρτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αλάνι + παραγ. κατάλ. –ιάρης. ΠΑΡ. νεοελλ. αλανιαρίζω, αλανιάρικος] … Dictionary of Greek
μορταρία — η το συνάφι τών μόρτηδων, ο κόσμος τών αλητών, η αλαναρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < μόρτης + κατάλ. αρία (πρβλ. αλαν αρία)] … Dictionary of Greek
μοσχομάγκα — η, και μοσχομάγκας, ο 1. μάγκας, μόρτης, αλανιάρης, αλήτης, γαβριάς 2. στον πληθ. μοσχομάγκες ονομασία που, κατά την περίοδο τής πολιτικής ανωμαλίας η οποία ακολούθησε τη δολοφονία τού Καποδίστρια, δόθηκε στους γαλλόφιλους τού Ναυπλίου, καθώς και … Dictionary of Greek
μόρτικος — η, ο [μόρτης] αυτός που ανήκει ή αρμόζει σε μόρτη, αλήτικος, μάγκικος, αλανιάρικος («μόρτικα φερσίματα») … Dictionary of Greek
ρεμπέτης — και ρεμπέτας, ο, θηλ. ρεμπέτισσα και ρεμπέτα, Ν 1. άσωτος, αλήτης, μόρτης 2. ο συνθέτης, καθώς και ο ερμηνευτής, ρεμπέτικων τραγουδιών. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ., κατά μια άποψη, έχει σχηματιστεί από το ίδιο θ. με το σλαβ. rebenok / πληθ. rebiata «παιδί,… … Dictionary of Greek
παλιόπαιδο — το 1. παιδί κακής διαγωγής, αλλ. αλάνι, μόρτης, αλητόπαιδο. 2. απλώς επιτιμητική λέξη: Γιατί δεν έρχεσαι να μας δεις, παλιόπαιδο; … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)